ἐπήρεια

ἐπήρεια
ἐπήρεια, , ([etym.] ἐπί, ἄρος)
A insulting treatment, abuse,

ἐχθροῦ D.18.12

, cf. Is.4.5, etc.;

περὶ τὸν χορόν D.21.25

; κελεύειν κατ' ἐπήρειαν order haughtily or by way of insult, Th.1.26; κατ' ἐ. τινος γεγένηταί τι is done to insult him, Amips.9;

κατ' ἐπήρειαν BGU180.8

(ii A.D.);

φθόνον τ' ἐ. τε Philem.92.2

;

ἐν ἐπηρείας τάξει D.18.13

;

πολλὰ πρὸς ἐπήρειαν καὶ χάριν πράττειν Arist.Pol.1287a38

; εἰς ἐ. τὴν ἐμήν ib. 195.20 (ii A.D.);

χωρὶς ἐ. OGI262.24

(iii A.D.): pl., Man.4.331;

λῃστρικαὶ ἐ. Chor.

in Rev.Phil.1.73; ἐ. δαίμονός τινος his capricious dealing, Luc.Laps.1, cf. Philostr.Ep.18:—later spelt [full] ἐπήρια, BGU 340.21 (ii A.D.), Melamp.(?) in PRyl.28.139 (iv A.D.).

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ἐπηρεία — ἐπηρείᾱ , ἐπήρεια insulting treatment fem nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπηρείᾳ — ἐπηρείᾱͅ , ἐπήρεια insulting treatment fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπήρεια — insulting treatment fem nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • επήρεια — η (AM ἐπήρεια) μσν. νεοελλ. η επίδραση, η επιρροή την οποία ασκεί ή δέχεται κάποιος ή κάτι («η επήρεια τού φαρμάκου») αρχ. μσν. 1. κακή, βλαβερή επίδραση 2. επίθεση, κακομεταχείριση 3. (σε επιχειρηματολογία) δολιότητα, πανουργία 4. φιλότιμο,… …   Dictionary of Greek

  • επήρεια — η 1. (για άψυχα), επίδραση, επενέργεια (ιδίως κακή ή βλαβερή): Η επήρεια της υγρασίας σκεβρώνει τα ξύλα. 2. (για πρόσωπα), η επίδραση (επιρροή) που ασκεί κάποιος σε άλλους ή δέχεται από άλλους, επίδραση ηθική, επηρεασμός: Ασκεί μεγάλη επήρεια… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἐπηρείας — ἐπηρείᾱς , ἐπήρεια insulting treatment fem acc pl ἐπηρείᾱς , ἐπήρεια insulting treatment fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπηρείαν — ἐπηρείᾱν , ἐπί ἀρειάω irasya´ imperf ind act 3rd pl (attic epic doric ionic aeolic) ἐπηρείᾱν , ἐπί ἀρειάω irasya´ imperf ind act 1st sg (attic epic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπηρειῶν — ἐπήρεια insulting treatment fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπηρείαις — ἐπήρεια insulting treatment fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπηρείης — ἐπήρεια insulting treatment fem gen sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπήρειαι — ἐπήρεια insulting treatment fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”